vieux

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 15:38, 12 Σεπτεμβρίου 2011 από τον Flubot (συζήτηση | συνεισφορές) (ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό vieux vieux
θηλυκό vieille vieilles

vieux (fr) αρσενικό

  1. γέρικος
    un vieux loup - ένας γέρικος λύκος
  2. παλιός
    un vieil ami - ένας παλιός φίλος

Ουσιαστικό

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό vieux vieux
θηλυκό vieille vieilles

vieux (fr)

  1. ο γέροςγριά)
    Quand Jacques Brel chantait "Les Vieux" tout le monde trouvait ça magnifique.