vosto
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- vosto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vosto | vostoj |
αιτιατική | voston | vostojn |
vosto (eo)
- η ουρά
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vosto | vostoj |
αιτιατική | voston | vostojn |
vosto (eo)