-ig-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθημα

[επεξεργασία]

-ig- (eo)

  • επίθημα που δηλώνει πράξη που εφαρμόζεται σε κάποιο(ν) διαφορετικό από αυτόν που μιλάει

Παραδείγματα

kuŝigi - στρώνω, ξαπλώνω κάτι
kvietigi - ανακουφίζω
lernigi - διδάσκω