écumoire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
écumoire écumoires

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

écumoire (fr) θηλυκό

  1. το ξαφριστήρι, τρυπητή κουτάλα για την αφαίρεση του αφρού
  2. (μεταφορικά) το σουρωτήρι, το τρυπητό
     συνώνυμα: passoire

Συγγενικά

[επεξεργασία]