άμυνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άμυνα | οι | άμυνες |
γενική | της | άμυνας & αμύνης |
των | αμυνών |
αιτιατική | την | άμυνα | τις | άμυνες |
κλητική | άμυνα | άμυνες | ||
Ο δεύτερος τύπος της γενικής, λόγιος. | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- άμυνα < αρχαία ελληνική ἄμυνα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]άμυνα θηλυκό
- η απόκρουση επιθετικής ενέργειας
- (νομικός όρος): η υπεράσπιση ατόμου από άδικη και παρούσα επίθεση που δέχεται το ίδιο ή άλλο και η εξ αυτής προσβολή του επιτιθεμένου.
- τα μέτρα που λαμβάνονται και το υλικό που χρησιμοποιείται για την πρόληψη επιθέσεων
- (αθλητισμός) το σύνολο των παικτών που η θέση τους είναι να αντικρούουν επιθετικές ενέργειες
- (σκάκι) ομάδα αρχικών κινήσεων όπου ενδιαφέρει το παίξιμο του μαύρου σε αντίθεση με το "άνοιγμα" όπου ενδιαφέρει το παίξιμο του λευκού
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- ενεργητική άμυνα
- νόμιμη άμυνα
- παθητική άμυνα
- Εθνική Άμυνα
- Πολιτική Άμυνα
- σικελική άμυνα
- η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση ή η καλύτερη επίθεση είναι η άμυνα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' και με λόγια γενική ενικού -ης (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)