έθνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έθνος τα έθνη
      γενική του έθνους των εθνών
    αιτιατική το έθνος τα έθνη
     κλητική έθνος έθνη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
έθνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔθνος και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική nation[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈe.θnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έ‐θνος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

έθνος ουδέτερο

  • σύνολο ατόμων που έχουν αντίληψη κοινής ιστορικής, κοινωνικής, πολιτισμικής κτλ. παράδοσης, έχουν ή διεκδικούν αυτόνομη πολιτική συγκρότηση και κατοικούν σε καθορισμένη εδαφική έκταση
  • → και δείτε τη λέξη έθνη

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]