δράκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δράκος | οι | δράκοι |
γενική | του | δράκου | των | δράκων |
αιτιατική | τον | δράκο | τους | δράκους |
κλητική | δράκο | δράκοι | ||
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δράκος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δράκος < αρχαία ελληνική δράκων
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δράκος αρσενικό (θηλυκό: δράκαινα, δράκισσα, δρακόντισσα)
- (λαογραφία) φανταστικό τέρας με υπερφυσικές ιδιότητες
- (μεταφορικά) χαρακτηρισμός ενός κακού και σκληρόκαρδου ανθρώπου
- (μεταφορικά) χαρακτηρισμός ενός κατ' εξακολούθηση βιαστή
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'υπνάκος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαογραφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)