καπνοπωλείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καπνοπωλείο τα καπνοπωλεία
      γενική του καπνοπωλείου των καπνοπωλείων
    αιτιατική το καπνοπωλείο τα καπνοπωλεία
     κλητική καπνοπωλείο καπνοπωλεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καπνοπωλείο < καπνοπώλης + -είο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καπνοπωλείο ουδέτερο

  • κατάστημα εξειδικευμένο στην πώληση προϊόντων καπνού και ειδών χρήσιμων στους καπνιστές

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]