λάμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λάμα | οι | λάμες |
γενική | της | λάμας | των | λαμών |
αιτιατική | τη | λάμα | τις | λάμες |
κλητική | λάμα | λάμες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- λάμα < (άμεσο δάνειο) ιταλική lama < λατινική lamina
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λάμα θηλυκό
- το κοφτερό εξάρτημα εργαλείων, η λεπίδα
- ακονίζω τη λάμα του ξυραφιού
- μεταλλικό μακρόστενο έλασμα που χρησιμοποιείται συνήθως για να στηρίξει κάτι
- του στερέωσαν τη σπασμένη κνήμη με μία λάμα και βίδες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λάμα
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- λάμα < (άμεσο δάνειο) αγγλική lama < θιβετιανή བླ་མ་
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λάμα αρσενικό άκλιτο
- πνευματικός δάσκαλος ή ηγέτης του θιβετιανού βουδισμού
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Ετυμολογία 3
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λάμα ουδέτερο άκλιτο
- (θηλαστικό ζώο) θηλαστικό ζώο της Νότιας Αμερικής (λατινικό όνομα Llama glama), συγγενές με την καμήλα και που χρησιμοποιείται ως μέσα μεταφοράς ή για την παραγωγή μαλλιού
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- λάμα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα θιβετιανά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τη γλώσσα κέτσουα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Θηλαστικά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)