λούπινο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λούπινο | τα | λούπινα |
γενική | του | λούπινου | των | λούπινων |
αιτιατική | το | λούπινο | τα | λούπινα |
κλητική | λούπινο | λούπινα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λούπινο < ιταλική lupino < λατινική lupinum, ουδέτερο του lupinus < lupus[1] < πρωτοϊταλική *lukʷos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wĺ̥kʷos
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈlu.pi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λού‐πι‐νο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λούπινο ουδέτερο
- (φυτό) φυτό της οικογένειας των ψυχανθών στο γένος Lupinus
- ο καρπός του φυτού που χρησιμοποιείται για ζωοτροφές, λίπασμα ή βρώση
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- λούπινο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊταλική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)