νεονορβηγικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | νεονορβηγικά | ||
γενική | των | νεονορβηγικών | ||
αιτιατική | τα | νεονορβηγικά | ||
κλητική | νεονορβηγικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νεονορβηγικά < νεο- + νορβηγικά (Οι υποστηρικτές τους ήθελαν να δηλώσουν ότι αποτελούν συνέχεια των παλαιονορβηγικών).
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νεονορβηγικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) (landsmål / nynorsk) αποτελούν τυποποιημένη (και από το 1885 επίσημη) γραπτή διαλεκτική μορφή της Νορβηγικής γλώσσας που δημιουργήθηκε από τον Ivar Aasen στα μέσα του 19ου αιώνα για να αντικαταστήσει την επίσημη νορβηγο-δανέζικη γλώσσα (riksmål / bokmål) που ήταν αποτέλεσμα της κυριαρχίας των Δανών στη Νορβηγία για 400 περίπου χρόνια. Σήμερα, και οι δύο διάλεκτοι απολαμβάνουν καθεστώς επίσημης γλώσσας, ενώ έχουν γίνει και προσπάθειες για την ενοποίησή τους. Η νεονορβηγική μιλιέται περίπου από το 1/4 του πληθυσμού (κυρίως στις δυτικές και κεντρικές περιοχές της Νορβηγίας).
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- κωδικός γλώσσας: nn
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- νορβηγικά - κωδικός γλώσσας: no
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα νεο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)