νεονορβηγικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κατηγορία:Νεονορβηγική γλώσσα, Κατηγορία:Νορβηγική γλώσσα
Wikipedia logo
Wikipedia logo
Η Βικιπαίδεια έχει άρθρο για το θέμα:
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα νεονορβηγικά
      γενική των νεονορβηγικών
    αιτιατική τα νεονορβηγικά
     κλητική νεονορβηγικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νεονορβηγικά < νεο- + νορβηγικά (Οι υποστηρικτές τους ήθελαν να δηλώσουν ότι αποτελούν συνέχεια των παλαιονορβηγικών).

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νεονορβηγικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • (γλώσσα) (landsmål / nynorsk) αποτελούν τυποποιημένη (και από το 1885 επίσημη) γραπτή διαλεκτική μορφή της Νορβηγικής γλώσσας που δημιουργήθηκε από τον Ivar Aasen στα μέσα του 19ου αιώνα για να αντικαταστήσει την επίσημη νορβηγο-δανέζικη γλώσσα (riksmål / bokmål) που ήταν αποτέλεσμα της κυριαρχίας των Δανών στη Νορβηγία για 400 περίπου χρόνια. Σήμερα, και οι δύο διάλεκτοι απολαμβάνουν καθεστώς επίσημης γλώσσας, ενώ έχουν γίνει και προσπάθειες για την ενοποίησή τους. Η νεονορβηγική μιλιέται περίπου από το 1/4 του πληθυσμού (κυρίως στις δυτικές και κεντρικές περιοχές της Νορβηγίας).

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • κωδικός γλώσσας: nn

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]