συρμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | συρμός | οι | συρμοί |
γενική | του | συρμού | των | συρμών |
αιτιατική | τον | συρμό | τους | συρμούς |
κλητική | συρμέ | συρμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συρμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συρμός < σύρω, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική train[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /siɾˈmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συρ‐μός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συρμός αρσενικό
- το τρένο, η μηχανή μαζί με τα βαγόνια
- το φορτηγό, που είναι οχήματα συνδεδεμένα μεταξύ τους και κινούνται ως μία μονάδα
- ≈ συνώνυμα: ρυμουλκό
- αντίθετο: ημιρυμουλκούμενο (επικαθήμενο)
- (παρωχημένο) η μόδα
- ※ Ενδύματα του τελευταίου συρμού των Παρισίων. (περιοδικό Ευτέρπη, Αθήνα, 1847)
- (συχνά με αρνητική απόχρωση)
- ↪ μην αφήνεις να σε παρασύρουν οι ιδέες του συρμού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συρμός
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ συρμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | συρμός | οἱ | συρμοί |
γενική | τοῦ | συρμοῦ | τῶν | συρμῶν |
δοτική | τῷ | συρμῷ | τοῖς | συρμοῖς |
αιτιατική | τὸν | συρμόν | τοὺς | συρμούς |
κλητική ὦ! | συρμέ | συρμοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συρμώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | συρμοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συρμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συρμός, -οῦ αρσενικό
- σύρσιμο, τράβηγμα
- ※ 1ος κε αιώνας Φίλων ο Ιουδαίος, De Specialibus Legibus (lib. i‑iv), 4.113, @scaife.perseus
- Τῆς δ’ αὐτῆς ἰδέας ἐχόμενος τῶν ἑρπετῶν ὅσα ἢ ἄποδα ἢ συρμῷ τῆς γαστρὸς ἰλυσπώμενα ἢ τετρασκελῆ καὶ πολύποδα φησὶν εἶναι πρὸς ἐδωδὴν οὐ καθαρά,
- ※ 1ος κε αιώνας Φίλων ο Ιουδαίος, De Specialibus Legibus (lib. i‑iv), 4.113, @scaife.perseus
- γραμμή μετεώρου
- (μετεωρολογία) ορμητική κίνηση των κυμάτων και των ανέμων
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Περὶ θαυμασίων ἀκουσμάτων 130.1, 843a @scaife.perseus
- Ἐκ γὰρ τοῦ Τυρρηνικοῦ πελάγους πολλῷ ῥοίζῳ φερόμενον τὸν κλύδωνα προσβάλλειν πρὸς ἀμφότερα τὰ ἀκρωτήρια, τὸ μὲν τῆς Σικελίας, τὸ δὲ τῆς Ιταλίας, τὸ προσαγορευόμενον Ῥήγιον, καὶ φερόμενον ἐκ μεγάλου πελάγους εἰς στενὸν συγκλείεσθαι, τούτου δὲ γινομένου κῦμα μετέωρον αἴρειν σὺν πολλῷ βρόμῳ ἐπὶ πάνυ πολὺν τόπον τῆς ἄνω φοράς, ὥστε τοῖς μακρὰν ἀπέχουσι σύνοπτον εἶναι τὸν μετεωρισμόν οὐχ ὅμοιον φαινόμενον θαλάσσης ἀναφορᾷ, λευκὸν δὲ καὶ ἀφρῶδες, παραπλήσιον δὲ τοῖς συρμοῖς τοῖς γινομένοις ἐν τοῖς ἀνυπερβλήτοις χειμῶσι.
- ※ 1ος πκε αιώνας ⌘ Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ἱστορική, 14, 28.2 @scaife.perseus
- τοῦ δὲ χειμῶνος ἐπίτασιν λαμβάνοντος ἐπεγενήθη πνευμάτων μέγεθος μετὰ πολλῆς χαλάζης, ὥστε τοῦ συρμοῦ κατὰ πρόσωπον ὄντος ἀναγκασθῆναι καθίσαι τὴν δύναμιν ἅπασαν·
- ※ 1ος κε αιώνας Φίλων ο Ιουδαίος, De Gigantibus, 13, @scaife.perseus
- ἐκεῖναι δ’ ὥσπερ εἰς ποταμὸν τὸ σῶμα καταβᾶσαι ποτὲ μὲν ὑπὸ συρμοῦ δίνης βιαιοτάτης ἁρπασθεῖσαι κατεπόθησαν, ποτὲ δὲ πρὸς τὴν φορὰν ἀντισχεῖν δυνηθεῖσαι τὸ μὲν πρῶτον ἀνενήξαντο, εἶτα ὅθεν ὥρμησαν, ἐκεῖσε πάλιν ἀνέπτησαν.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Περὶ θαυμασίων ἀκουσμάτων 130.1, 843a @scaife.perseus
- έρπουσα πορεία φιδιού, ίχνη από την πορεία ενός φιδιού
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Αντώνιος, 86.3 @scaife.perseus
- οὐ μὴν οὐδὲ τὸ θηρίον ἐντὸς ὤφθη, συρμοὺς δέ τινας αὐτοῦ παρὰ θάλασσαν, ᾗ τὸ δωμάτιον ἀφεώρα καὶ θυρίδες ἦσαν, ἰδεῖν ἔφασκον. ἔνιοι δὲ καὶ τὸν βραχίονα τῆς Κλεοπάτρας ὀφθῆναι δύο νυγμὰς ἔχοντα λεπτὰς καὶ ἀμυδράς· οἷς ἔοικε πιστεῦσαι καὶ ὁ Καῖσαρ.
- ΣτΕ: Ο Πλούταρχος αναφέρεται στο θάνατο της Κλεοπάτρας της Αιγύπτου από δάγκωμα φιδιού και στα ίχνη που άφησε το φίδι έρποντας κοντά στη θάλασσα.
- ≈ συνώνυμα: συρμή, σύρμα
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Αντώνιος, 86.3 @scaife.perseus
- εμετός ή ιατρική κάθαρση
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη σύρω
Πηγές
[επεξεργασία]- συρμός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συρμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Μετεωρολογία (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αριστοτέλη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Διόδωρο Σικελιώτη (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Πλούταρχο (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)