φεροϊκά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | φεροϊκά | ||
γενική | των | φεροϊκών | ||
αιτιατική | τα | φεροϊκά | ||
κλητική | φεροϊκά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φεροϊκά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό ή θηλυκό
- (γλώσσα) νησιωτική σκανδιναβική γλώσσα που μιλιέται στις νήσους Φερόε. Ανήκει στη γερμανική ομάδα των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών.