Αποτελέσματα αναζήτησης

Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εμφάνιση (προηγ. 20) () (20 | 50 | 100 | 250 | 500).
  • αναδρομικός σχηματισμός < → δείτε τις λέξεις αναδρομικός και σχηματισμός μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική back-formation ΔΦΑ : /anaðɾomiˈkos sçimatiˈzmos/...
    4 KB (117 λέξεις) - 17:27, 27 Ιανουαρίου 2022
  • ξανά < ἐξανά- ( < ἐξ + ἀνά) στην αρχή ρημάτων της αρχαίας ελληνικής όπως π.χ. το ἐξαναπληρόω-ῶ (αναπληρώνω εντελώς) και ἐξανευρίσκω (σκαρφίζομαι) που δήλωναν...
    5 KB (118 λέξεις) - 01:57, 13 Σεπτεμβρίου 2023
  • ακτίνα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκτῖνα < αρχαία ελληνική ἀκτίς από την αιτιατική ἀκτῖνα ΔΦΑ : /aˈkti.na/ τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κτί‐να...
    4 KB (197 λέξεις) - 13:35, 5 Ιανουαρίου 2023
  • καθολικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καθολικός < καθόλου < καθ- + ὅλου για την εκκλησιαστική σημασία < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καθολικός...
    10 KB (447 λέξεις) - 09:59, 11 Ιανουαρίου 2024
  • μουσουλμάνος < μεσαιωνική ελληνική μουσουλμάνος < περσική مسلمان (musalmân) < περσική مسلم (muslim) ΔΦΑ : /mu.sulˈma.nos/ τυπογραφικός συλλαβισμός : μου‐σουλ‐μά‐νος...
    2 KB (52 λέξεις) - 05:27, 19 Αυγούστου 2022
  • ελαφρός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἐλαφρός (ἐλαφρά, ἐλαφρόν) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁léngʰus < *h₁lengʷʰ- (ελαφρός) +‎ *-us ΔΦΑ : /e.laˈfɾos/ τυπογραφικός...
    5 KB (99 λέξεις) - 08:30, 26 Ιανουαρίου 2022
  • κληρικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κληρικός (που έχει σχέση με κληρονομιές, επίθετο) < αρχαία ελληνική κλῆρος κληρικός αρσενικό (θρησκεία...
    3 KB (90 λέξεις) - 05:54, 31 Ιανουαρίου 2022
  • ήδη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἤδη ΔΦΑ : /ˈi.ði/ τυπογραφικός συλλαβισμός : ή‐δη τονικό παρώνυμο: ειδοί ήδη λέγεται για επιβεβαίωση πως κάτι έχει...
    2 KB (91 λέξεις) - 09:40, 24 Αυγούστου 2023
  • δράκος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δράκος < αρχαία ελληνική δράκων δράκος αρσενικό (θηλυκό: δράκαινα, δράκισσα, δρακόντισσα) (λαογραφία) φανταστικό...
    4 KB (35 λέξεις) - 13:08, 29 Ιανουαρίου 2022
  • θολός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή θολός (αρχαίο ουσιαστικό με σημασία: λάσπη) ΔΦΑ : /θoˈlos/ τυπογραφικός συλλαβισμός : θο‐λός τονικό παρώνυμο:...
    3 KB (158 λέξεις) - 08:11, 22 Μαρτίου 2022
  • ευαίσθητος < αρχαία ελληνική εὐαίσθητος ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική sensible) ΔΦΑ : /eˈve.sθi.tos/ ευαίσθητος που έχει πάρα πολύ αναπτυγμένες τις αισθήσεις...
    2 KB (39 λέξεις) - 17:15, 22 Νοεμβρίου 2022
  • εκσφενδονίζω < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἐκσφενδονίζω < ελληνιστική κοινή ἐκσφενδον(άω) / ἐκσφενδον(ῶ) + -ίζω < ἐκ + αρχαία ελληνική σφενδονάω...
    3 KB (91 λέξεις) - 11:00, 1 Μαΐου 2024
  • παρηγορώ < αρχαία ελληνική παρήγορος ΔΦΑ : /pa.ɾi.ɣoˈɾo/ παρηγορώ μειώνω τη θλίψη ή τον ψυχικό πόνο κάποιου προσώπου, κάνοντας ή λέγοντας ό,τι θα μπορούσε...
    2 KB (43 λέξεις) - 12:52, 30 Σεπτεμβρίου 2021
  • εφικτός < αρχαία ελληνική ἐφικτός < ἐφικνοῦμαι (φτάνω ένα στόχο) < ἐπί + ἱκνοῦμαι εφικτός -ή -ό που μπορεί να επιτευχθεί, κατορθωτός επιτεύξιμος πραγματοποιήσιμος...
    3 KB (22 λέξεις) - 17:41, 29 Οκτωβρίου 2023
  • μοναχή < μεσαιωνική ελληνική μοναχή, θηλυκό του μοναχός < αρχαία ελληνική μοναχός < μόνος μοναχή θηλυκό (θρησκεία) αυτή που έχει αποσυρθεί από τα εγκόσμια...
    2 KB (48 λέξεις) - 15:01, 13 Ιουλίου 2022
  • γκρι < (άμεσο δάνειο) γαλλική gris γκρι ουδέτερο άκλιτο (χρώμα) το αποτέλεσμα της ανάμειξης λευκού και μαύρου ≈ συνώνυμα: γκρίζο, φαιό, σταχτί γκρι αρζάν...
    2 KB (31 λέξεις) - 17:04, 18 Δεκεμβρίου 2023
  • συμβολίζω < σύμβολ(ο) + -ίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική symboliser) ΔΦΑ : /siɱ.voˈli.zo/ τυπογραφικός συλλαβισμός : συμ‐βο‐λί‐ζω συμβολίζω, αόρ...
    3 KB (84 λέξεις) - 16:32, 1 Οκτωβρίου 2021
  • λεηλασία < αρχαία ελληνική λεηλασία λεηλασία θηλυκό η ενέργεια του λεηλατώ, η αρπαγή αντικειμένων αξίας από τον αντίπαλο σε καιρό πολέμου ή σε έκνομες...
    2 KB (27 λέξεις) - 15:40, 31 Ιανουαρίου 2022
  • σαστίζω < (άμεσο δάνειο) τουρκική sastim < sasmak σαστίζω, πρτ.: σάστιζα, στ.μέλλ.: θα σαστίσω, αόρ.: σάστισα, μτχ.π.π.: σαστισμένος εκπλήσσομαι ή ξαφνιάζομαι...
    2 KB (34 λέξεις) - 02:23, 23 Φεβρουαρίου 2024
  • διανοίγω < αρχαία ελληνική διανοίγω διανοίγω (παθητική φωνή: διανοίγομαι) (λόγιο) ανοίγω (περισσότερο), δημιουργώ κάποιο άνοιγμα ή πέρασμα διάνοιγμα διάνοικτος...
    2 KB (28 λέξεις) - 09:01, 29 Ιανουαρίου 2022
Εμφάνιση (προηγ. 20) () (20 | 50 | 100 | 250 | 500).