adulte

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.dylt/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
adulte adultes

adulte (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
adulte adultes

adulte (fr) αρσενικό ή θηλυκό