airway

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
airway < air + way (μαρτυρείται από το 1800)[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
airway airways

airway (en)

  1. (ανατομία) η τραχεία
  2. (αεροπορικός όρος) ο αεροδιάδρομος

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. airway, στο λεξικό Merriam-Webster