alder
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]alder (en)
Δανικά (da)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]alder (da)
Νορβηγικά (no)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]alder (no)