alliage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
alliage alliages

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

alliage (fr) αρσενικό