ampoule

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ampoule ampoules

ampoule (fr) θηλυκό

  1. ο λαμπτήρας
  2. η αμπούλα
  3. η καντήλα