angiographie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
angiographie angiographies

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
angiographie < angio- + -graphie

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɑ̃.ʒjɔ.ɡʁa.fi/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

angiographie (fr) θηλυκό