aperture
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]aperture (en) ουδέτερο
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
aperture | apertures |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]aperture (fr) θηλυκό
- (φωνητική) άνοιγμα ενός φωνήματος