arsen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

arsen (bs)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

arsen (da)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

arsen (is)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

arsen (hr)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

arsen (lb)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

arsen (nn)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

arsen (no)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

arsen (pl) αρσενικό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

arsen (cs)