article
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
article | articles |
article (en)
- το άρθρο, δημοσιευμένο κείμενο σε εφημερίδα ή περιοδικό
- ↪ I read your entire article, from the first to the last line.
- Διάβασα όλο το άρθρο σου, από την πρώτη ως την τελευταία γραμμή.
- ↪ I read your entire article, from the first to the last line.
- (επίσημο) το είδος, το αντικείμενο, το εμπόρευμα
- (νομικός όρος) το άρθρο, αριθμημένο τμήμα ενός νομικού ή επίσημου κειμένου
- ↪ according to article 1, paragraph 3 - σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 3
- (γραμματική) το άρθρο, το μέρος του λόγου
- ↪ the definite/indefinite article - το οριστικό/αόριστο άρθρο
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
article | articles |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]article (fr) αρσενικό
- Il y a des articles définis et des articles indéfinis. Υπάρχουν οριστικά και αόριστα άρθρα.
- (μέρος κειμένου) άρθρο
- Le premier article de la constitution. Το πρώτο άρθρο του συντάγματος.
- το είδος, το αντικείμενο