atrium
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]atrium (en)
- (αρχιτεκτονική) το αίθριο
- (ανατομία) ο κόλπος (π.χ. της καρδιάς)
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]atrium (fr) αρσενικό
- (αρχιτεκτονική) το αίθριο
- (ανατομία) ο κόλπος (π.χ. της καρδιάς)
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]atrium (la) ουδέτερο
- το τζάκι