ball
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ball | balls |
ball (en)
- η μπάλα
- το κουβάρι
- ↪ a ball of wool - ένα κουβάρι μαλλί
- η χοροεσπερίδα
Σύνθετα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]
Δανικά (da)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ball (da)
Νορβηγικά (no)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ball (no)