balmy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- balmy < balm + -y γύρω στο 1500: «διακριτικά αρωματικός, λεπτεπίλεπτα εύοσμος»
- (μεταφορική σημασία 'ήπιος' ) γύρω στο 1600
- (επιθετικός προσδιορισμός 'ήπιος' για το κλίμα) πρωτομαρυρείται το 1704
- (σημασία 'παλαβός'): λονδρέζικη αργκό του 1851
Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]balmy (en)
- ήπιος, ευχάριστος (συνήθως για ήπιο καιρό, κλίμα, θερμοκρασία, ευχάριστο καιρό αλλά και για άλλη θεματολογία)
- αρωματικός, ευωδιαστός
- παλαβός, τρελός, τρελαμένος, ανόητος