banknote
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
banknote | banknotes |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]banknote (en)
- (οικονομία) το χαρτονόμισμα
- ↪ They will withdraw the banknotes from circulation.
- Θα αποσύρουν τα χαρτονομίσματα από την κυκλοφορία.
- ↪ They will withdraw the banknotes from circulation.