bend
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bend | bends |
bend (en)
- η καμπή, το στρίψιμο, η στροφή, ειδικά σε δρόμο ή ποτάμι
- (εραλδική) η τιμητική λωρίδα ενός οικοσήμου, ανάμεσα στη δεξιά γωνία της κεφαλής έως την αριστερή γωνία της αιχμής
Παράγωγα
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | bend |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bends |
αόριστος | bent |
παθητική μετοχή | bent |
ενεργητική μετοχή | bending |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
bend (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) λυγίζω, γέρνω, σκύβω, γέρνω ή κάνω κάτι να γέρνει, προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, ειδικά του σώματος ή του κεφαλιού κάποιου
- ↪ In this exercise, the torso is bent and the hands rest on the ground.
- Στην άσκηση αυτή ο κορμός είναι λυγισμένος και τα χέρια ακουμπούν στο έδαφος.
- ↪ The branches were bending from the fruit.
- Τα κλαδιά λύγισαν/έγερναν από τον καρπό.
- ↪ He bent his head and prayed.
- Έγειρε το κεφάλι του και προσευχήθηκε.
- ↪ The trees were bending from the weight of the snow.
- Τα δέντρα έγερναν από το βάρος του χιονιού.
- ↪ He bent over and lifted the suitcase.
- Έσκυψε και σήκωσε τη βαλίτσα.
- ↪ Can you bend down and touch the floor?
- Μπορείς να σκύψεις και να αγγίξεις το πάτωμα;
- ↪ In this exercise, the torso is bent and the hands rest on the ground.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) λυγίζω, κινώ το μέρος του σώματός μου για να μην είναι πια ίσιο
- ↪ Don’t bend the knees/at the knees!
- Μη λυγίζεις τα γόνατα!
- ↪ Don’t bend the knees/at the knees!
- (μεταβατικό) λυγίζω, αναγκάζω κάτι που ήταν ευθύ σε γωνία ή καμπύλη
- ↪ I bend an iron rod.
- Λυγίζω ένα σίδερο.
- ↪ I bend an iron rod.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) στρίβω, αλλάζω κατεύθυνση για να σχηματίσω καμπύλη ή γωνία ή κάνω κάτι να αλλάξει κατεύθυνση με αυτόν τον τρόπο
- ↪ The road bends left here./The road bends to the left here.
- Ο δρόμος στρίβει αριστερά εδώ.
- ↪ The road bends left here./The road bends to the left here.
Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- bend (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- bend (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 186, 410, 512, 825-826, 827. ISBN 9780194325684., λήμμα: γέρνω, καμπή, λυγίζω, στρίβω, στροφή