boor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]boor (en)
- ο αγροίκος
Αφρικάανς (af)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]boor (af)
- το βόριο
Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]boor (nl)
- το βόριο