brand name
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
brand name | brand names |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]brand name (en)
- επώνυμος, το όνομα που δίνεται σε ένα προϊόν από την εταιρεία που το παράγει
- ⮡ top quality brand name linens - επώνυμα λευκά είδη κορυφαίας ποιότητας