bulgaro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bulgaro | bulgaroj |
αιτιατική | bulgaron | bulgarojn |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- bulgaro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bulgaro (eo)
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bulgaro | bulgari |
θηλυκό | bulgara | bulgare |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- bulgaro < Bulgaria
Επίθετο
[επεξεργασία]bulgaro (it)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bulgaro (it)