cabinet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cabinet (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
cabinet | cabinets |
cabinet (fr) αρσενικό
- μικρό δωμάτιο
- cabinet médical - ιατρείο
- Cabinet de toilettes - η τουαλέτα, το αποχωρητήριο
- γραφείο
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cabinet (ro)