cabinet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cabinet (en)

  1. ντουλάπα
  2. υπουργικό συμβούλιο



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
cabinet cabinets

cabinet (fr) αρσενικό

  1. μικρό δωμάτιο
    cabinet médical - ιατρείο
    Cabinet de toilettes - η τουαλέτα, το αποχωρητήριο
  2. γραφείο



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cabinet (ro)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]