cad
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cad (en)
- αυτός που φέρεται άσχημα σε κάποια ή όλες τις γυναίκες
- γυναικάς, άπιστος σε γυναίκα (ή γυναίκες αν έχει παράλληλους δεσμούς ή δεσμό)
- παλιοτόμαρο, παλιάνθρωπος, άξεστος, χυδαίος, βίαιος, ανήθικος, επιθετικός προς τους άλλους
- ελεγκτής σε λεωφορείο (παλιότερα και πορτιέρης λεωφορείου)