cartridge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cartridge (en)
- το φυσίγγιο πυροβόλου όπλου
- οποιαδήποτε μικρή θήκη για σκόνη ή υγρό ή αέριο που είναι έτοιμη να εισαχθεί σε ένα μηχανισμό ή σε μια συσκευή, πχ η θήκη που περιέχει το μελάνι ενός εκτυπωτή
- η κυλινδρική συνήθως θήκη που περιέχει το φιλμ μιας κλασικής φωτογραφικής μηχανής μαζί με έναν μηχανισμό που επιτρέπει το τύλιγμα και ξετύλιγμά του
- κασέτα παλιού βιντεοπαιχνιδιού (μόνο ανάγνωσης [κάποιες φορές έχει μνήμη πχ για τα επίπεδα])
- πλακέτα ROM (μόνο ανάγνωσης)
- η κεφαλή του πικάπ, στην άκρη του βραχίονα, το εξάρτημα στο οποίο εφαρμόζει η βελόνα ανάγνωσης των μουσικών δίσκων και το οποίο μετατρέπει τις ταλαντώσεις της βελόνας στα αυλάκια του δίσκου σε ηλεκτρικό σήμα