cell
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
cell | cells |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cell (en)
- το κύτταρο
- το κελί
- παράγωγα: detention cell, holding cell
- (αμερικανικά αγγλικά, ανεπίσημο, τηλεπικοινωνίες) το κινητό τηλέφωνο
Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cell (sv)
- το κύτταρο