charity

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
charity charities

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
charity < μέση αγγλική charite < γαλλική charité < λατινική caritas

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈtʃæɹɪti/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

charity (en)

  1. το φιλανθρωπικό ίδρυμα
    He left all his money to charities.
    Άφησε όλα του τα χρήματα σε φιλανθρωπικά ιδρύματα.
  2. (μη μετρήσιμο) η φιλανθρωπία, η αγαθοεργία, μια ομάδα οργανώσεων για τη βοήθεια ατόμων που έχουν ανάγκη· τα χρήματα, τα τρόφιμα, τη βοήθεια κτλ. που δίνουν
    He has done a lot of charity in his life.
    Έχει κάνει πολλές φιλανθρωπίες στη ζωή του.
    Social welfare must be undertaken by the state and not left to charity.
    Η κοινωνική μέριμνα πρέπει να αναλαμβάνεται από την πολιτεία κι όχι να αφήνεται στη φιλανθρωπία.
    He designated in his will an amount for charity.
    Όρισε στη διαθήκη του ένα ποσό για αγαθοεργίες.