chaudron
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
chaudron | chaudrons |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]chaudron (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
chaudron | chaudrons |
chaudron (fr) αρσενικό