checkered
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]checkered (en)
- καρό
- a checkered tablecloth - ένα καρό τραπεζομάντιλο
- γεμάτος αλλαγές και αβεβαιότητα
- checkered past
checkered (en)