chiffe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]chiffe (fr) θηλυκό
- ύφασμα κακής ποιότητας
- (μεταφορικά) άνθρωπος με αδύνατο χαρακτήρα
- C'est une chiffre molle.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]ύφασμα
άνθρωπος