come in

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
come in < → δείτε τις λέξεις come και in

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kʌm ˈɪn/

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

come in (en)

  1. περάστε, εμπρός, απάντηση στο χτύπημα της πόρτας για να αφήσεις κάποιον να μπει
    Come in, step this way please!
    Εμπρός, περάστε παρακαλώ!
  2. κοπιάστε!
    Come, come in and eat!
    Ελάτε, κοπιάστε να φάμε!
ενεστώτας come in
γ΄ ενικό ενεστώτα comes in
αόριστος came in
παθητική μετοχή come in
ενεργητική μετοχή coming in

come in (en)

  1. μπαίνω σε ένα δωμάτιο ή σε ένα κτίριο
    Clean your shoes, please, before coming in the house.
    Να καθαρίζεις τα παπούτσια σου, σε παρακαλώ, όταν μπαίνεις στο σπίτι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη enter
  2. βγαίνω, έρχομαι, τελειώνω έναν αγώνα σε μια συγκεκριμένη θέση
    She came in first.
    Βγαίνει πρώτη.
    I came in first/last.
    Ήρθα πρώτος/τελευταίος.
  3. παρεμβαίνω, παίρνω μέρος σε μια συζήτηση
    Stop coming in to this conversation!
    Πάψε να παρεμβαίνεις στη συζήτησή μας!