comfort

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
comfort comforts

comfort (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η άνεση, η βολή, το να είμαι σωματικά χαλαροί και απαλλαγμένοι από πόνο· το να έχω μια ευχάριστη ζωή, με όλα όσα χρειάζομαι
    They live in great comfort.
    Ζουν με μεγάλη άνεση.
    I don’t want to leave the comfort of my armchair.
    Δε θέλω να εγκαταλείπω την άνεση της πολυθρόνας μου.
    The driver’s responsibility is the comfort and the safety of passengers.
    Η ευθύνη του οδηγού είναι η άνεση και η ασφάλεια επιβατών.
  2. (μη μετρήσιμο) η παρηγοριά, ένα αίσθημα ότι δεν υποφέρω ή ανησυχώ τόσο πολύ· ένα αίσθημα λιγότερο δυστυχισμένος
    a few words of comfort - λίγα λόγια παρηγοριάς
    If it’s any comfort to you…
    Αν αυτό σου είναι παρηγοριά
    I take comfort in the idea that…
    Με παρηγορεί η ιδέα ότι…
  3. (ενικός) η παρηγοριά, ένα άτομο ή ένα πράγμα που με βοηθάει όταν υποφέρω, ανησυχώ ή είμαι δυστυχισμένος
    Your letter/Your presence was a great comfort to me.
    Το γράμμα σου/Η παρουσία σου ήταν μεγάλη παρηγοριά για μένα.
    You were a big comfort to all of us.
    Ήσουν μεγάλη παρηγοριά για όλους μας.
    It’s a comfort to know that…
    Είναι παρηγοριά να ξέρεις ότι…
  4. (συνήθως πληθυντικός) οι ανέσεις, τα κομφόρ, κάτι που κάνει τη ζωή μου πιο άνετη
    The hotel has all the modern comforts.
    Το ξενοδοχείο έχει όλες τις σύγχρονες ανέσεις/τα σύγχρονα κομφόρ.

Σύνθετα

[επεξεργασία]
ενεστώτας comfort
γ΄ ενικό ενεστώτα comforts
αόριστος comforted
παθητική μετοχή comforted
ενεργητική μετοχή comforting

comfort (en)

  • παρηγορώ
    Who will comfort you in your grief?
    Ποιος θα σε παρηγορήσει στον πόνο σου;
    They comforted the crying child.
    Παρηγόρησαν το παιδί που κλαίει.
     συνώνυμα:  cheer up και console