commit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | commit |
γ΄ ενικό ενεστώτα | commits |
αόριστος | committed |
παθητική μετοχή | committed |
ενεργητική μετοχή | committing |
commit (en)
- (μεταβατικό) διαπράττω, κάνω έγκλημα, αμαρτία, σφάλμα
- ⮡ He is accused of committing murder.
- Κατηγορείται ότι διέπραξε φόνο.
- ⮡ A ring of young people committed thefts.
- Σπείρα νεαρών διέπραξε κλοπές.
- ⮡ He is accused of committing murder.
- (μεταβατικό) αυτοκτονώ
- ⮡ He attempted committing suicide with position.
- Αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει με δηλητήριο.
- ⮡ He attempted committing suicide with position.
- (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή) δεσμεύομαι, αναλαμβάνω, υπόσχομαι ειλικρινά ότι σίγουρα θα κάνω κάτι, θα τηρήσω μια συμφωνία κτλ.
- ⮡ He avoids committing (to things).
- Αποφεύγει να δεσμευτεί.
- ⮡ I feel committed to keeping my word.
- Αισθάνομαι δεσμευμένος να κρατήσω το λόγο μου.
- ⮡ They committed to supporting the business with their own capital.
- Ανέλαβαν να υποστηρίξουν με δικά τους κεφάλαια την επιχείρηση.
- ⮡ He has committed to helping us.
- Έχει αναλάβει να μας βοηθήσει.
- ⮡ He didn’t want to commit (himself) to anything.
- Δε θέλησε να υποσχεθεί τίποτα.
- ⮡ He avoids committing (to things).
- (αμετάβατο) δεσμεύομαι, μένω και υποστηρίζω πλήρως ένα άτομο, οργανισμό κτλ. ή δίνω όλο μου τον χρόνο και τον κόπο στη δουλειά μου, μια δραστηριότητα κτλ.
- ⮡ I have been committed for three years.
- Είναι δεσμευμένος εδώ και τρία χρόνια.
- ⮡ I have been committed for three years.
- παραπέμπω (σε δίκη)
- εκθέτω, βάζω σε κίνδυνο
- (πληροφορική) κάνω μόνιμες τις μεταβολές (αλλαγές, τροποποιήσεις) που εκκρεμούν
- → δείτε τη λέξη changeset
- (βάσεις δεδομένων) εντολή (statement) που ολοκληρώνει μιά συναλλαγή (transaction) και καθιστά μόνιμες τίς μεταβολές της στη βάση δεδομένων[1][2]
- ≠ αντώνυμα: abort, roll back, (ουσιαστικό) rollback
- δείτε επίσης: commit (data management) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ (αγγλικά) Michael J. Franklin, «Concurrency Control and Recovery», σελ. 2, 31, University of Meryland. Προσπέλαση 2020-03-12
- ↑ Λουκόπουλος, Θ., Θεοδωρίδης, Ε. 2016. «Εισαγωγή στην SQL - Κεφάλαιο 13 Δοσοληψίες», σελ. 227. Αθήνα:Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, repository.kallipos.gr. Προσπέλαση: 2020-01-17