commit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kəˈmɪt/
 
ενεστώτας commit
γ΄ ενικό ενεστώτα commits
αόριστος committed
παθητική μετοχή committed
ενεργητική μετοχή committing

commit (en)

  1. (μεταβατικό) διαπράττω, κάνω έγκλημα, αμαρτία, σφάλμα
    ⮡  He is accused of committing murder.
    Κατηγορείται ότι διέπραξε φόνο.
    ⮡  A ring of young people committed thefts.
    Σπείρα νεαρών διέπραξε κλοπές.
  2. (μεταβατικό) αυτοκτονώ
    ⮡  He attempted committing suicide with position.
    Αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει με δηλητήριο.
  3. (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή) δεσμεύομαι, αναλαμβάνω, υπόσχομαι ειλικρινά ότι σίγουρα θα κάνω κάτι, θα τηρήσω μια συμφωνία κτλ.
    ⮡  He avoids committing (to things).
    Αποφεύγει να δεσμευτεί.
    ⮡  I feel committed to keeping my word.
    Αισθάνομαι δεσμευμένος να κρατήσω το λόγο μου.
    ⮡  They committed to supporting the business with their own capital.
    Ανέλαβαν να υποστηρίξουν με δικά τους κεφάλαια την επιχείρηση.
    ⮡  He has committed to helping us.
    Έχει αναλάβει να μας βοηθήσει.
    ⮡  He didn’t want to commit (himself) to anything.
    Δε θέλησε να υποσχεθεί τίποτα.
  4. (αμετάβατο) δεσμεύομαι, μένω και υποστηρίζω πλήρως ένα άτομο, οργανισμό κτλ. ή δίνω όλο μου τον χρόνο και τον κόπο στη δουλειά μου, μια δραστηριότητα κτλ.
    ⮡  I have been committed for three years.
    Είναι δεσμευμένος εδώ και τρία χρόνια.
  5. παραπέμπω (σε δίκη)
  6. εκθέτω, βάζω σε κίνδυνο
  7. (πληροφορική) κάνω μόνιμες τις μεταβολές (αλλαγές, τροποποιήσεις) που εκκρεμούν
    → δείτε τη λέξη changeset
  8. (βάσεις δεδομένων) εντολή (statement) που ολοκληρώνει μιά συναλλαγή (transaction) και καθιστά μόνιμες τίς μεταβολές της στη βάση δεδομένων[1][2]
     αντώνυμα: abort, roll back, (ουσιαστικό) rollback
    δείτε επίσης: commit (data management) στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. (αγγλικά) Michael J. Franklin, «Concurrency Control and Recovery», σελ. 2, 31, University of Meryland. Προσπέλαση 2020-03-12
  2. Λουκόπουλος, Θ., Θεοδωρίδης, Ε. 2016. «Εισαγωγή στην SQL - Κεφάλαιο 13 Δοσοληψίες», σελ. 227. Αθήνα:Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, repository.kallipos.gr. Προσπέλαση: 2020-01-17