compagnie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɔ̃.pa.ɲi/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
compagnie compagnies

compagnie (fr) θηλυκό

  1. η συντροφιά
  2. η εταιρεία
  3. ο λόχος



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

compagnie (it)