conjecture
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kənˈd͡ʒɛk.t͡ʃə(ɹ)/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /kənˈd͡ʒɛk.t͡ʃɚ/ (ΗΠΑ)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
conjecture | conjectures |
conjecture (en) (επίσημο, λογική, μαθηματικά)
- (μετρήσιμο) η εικοτολογία, η εικασία, η υπόθεση
- ⮡ I put forward a conjecture.
- Διατυπώνω μια εικασία/υπόθεση.
- ⮡ I put forward a conjecture.
- (μη μετρήσιμο) η εικασία, η υπόθεση, η πράξη του υποθέτω
- ⮡ All of this is conjecture.
- Όλα αυτά είναι εικασίες.
- ⮡ Your suspicions are based on conjecture.
- Οι υποψίες σου βασίζονται σε υποθέσεις.
- ⮡ All of this is conjecture.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη hypothesis
Υπερώνυμα
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | conjecture |
γ΄ ενικό ενεστώτα | conjectures |
αόριστος | conjectured |
παθητική μετοχή | conjectured |
ενεργητική μετοχή | conjecturing |
conjecture (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- conjecture (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- conjecture (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 262, 918. ISBN 9780194325684., λήμμα: εικασία, υπόθεση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kɔ̃.ʒɛk.tyʁ/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
conjecture | conjectures |
conjecture (fr) θηλυκό
- η εικασία
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Επίσημοι όροι (αγγλικά)
- Λογική (αγγλικά)
- Μαθηματικά (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'love' (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)