content

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά 1

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈkɑn.tɛnt/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
content contents

content (en)

  1. (μόνο πληθυντικός) το περιεχόμενο, τα πράγματα που περιέχονται σε κάτι
    the contents of a flask/container/bag/box - το περιεχόμενο φιάλης/δοχείου/σακούλας/κιβωτίου
    the contents of a book/speech - το περιεχόμενο ενός βιβλίου/λόγου
    He emptied his pockets of their contents.
    Άδειασε τις τσέπες του από το περιεχόμενο τους.
  2. (μόνο πληθυντικός) τα περιεχόμενα, τα διάφορα τμήματα που περιέχονται σε ένα βιβλίο
    a table of contents - πίνακας περιεχόμενων
  3. (μη μετρήσιμο) το περιεχόμενο, το θέμα ενός βιβλίου, ομιλίας, προγράμματος κτλ.
    The content of the first chapter looks more interesting.
    Περισσότερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το περιεχόμενο του πρώτου κεφαλαίου.
    the content of a book/speech - το περιεχόμενο ενός βιβλίου/λόγου
  4. (μόνο ενικός και μετά από ουσιαστικό) η περιεκτικότητα, η ποσότητα μιας ουσίας που περιέχεται σε κάτι άλλο
    the water vapor content of the air - η περιεκτικότητα του αέρα σε υδρατμούς
    The gold/uranium content is low.
    Η περιεκτικότητα σε χρυσό/ουράνιο είναι μικρή.
    Oranges have a high vitamin C content.
    Τα πορτοκάλια έχουν μεγάλη περιεκτικότητα σε βιταμίνη C.
  5. (πληροφορική, διαδίκτυο) οι πληροφορίες, τα δεδομένα που περιέχονται σε ένα ηλεκτρονικό έγγραφο, σε μία ιστοσελίδα

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

πληροφορική:

Προφορά 2

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kənˈtɛnt/

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός content
συγκριτικός more content
υπερθετικός most content

content (en)

  • ικανοποιημένος, ικανοποιούμαι, αρκούμαι, επαναπαύομαι, είμαι χαρούμενος και ικανοποιημένος με αυτό που έχω
    Are you content with your salary?
    Είσαι ικανοποιημένος από το μισθό σου;
    She’s content with very little.
    Ικανοποιείται με το ελάχιστο./Αρκείται σε πολύ λίγα.
    Don’t be content with what you know.
    Μην επαναπαύεσαι σ' αυτά που ξέρεις.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

content (en) (μη μετρήσιμο)

ενεστώτας content
γ΄ ενικό ενεστώτα contents
αόριστος contented
παθητική μετοχή contented
ενεργητική μετοχή contenting

content (en)

  • αρκούμαι, δέχομαι και ικανοποιούμαι με κάτι και δεν προσπαθώ να έχω ή να κάνω κάτι καλύτερο
    We must content ourselves with what we have.
    Πρέπει να αρκεστούμε σ' αυτό που έχουμε.



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
content < λατινικά contentus

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɔ̃.tɑ̃/

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό content contents
θηλυκό contente contentes

content (fr)

  1. ικανοποιημένος