cooking

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cooking (en)

  1. η μαγειρική, το μαγείρεμα, η ενέργεια του μαγειρεύω
    She is famous for her cooking.
    Φημίζεται για τη μαγειρική της.
    He studies at a cooking school.
    Σπουδάζει σε σχολή μαγειρικής.
    Greek cooking methods - ελληνικές μέθοδοι μαγειρικής
    All day washing, cooking, ironing; where is the free time left for her!
    Όλη τη μέρα πλύσιμο, μαγείρεμα, σιδέρωμα· πού να της μείνει ελεύθερος χρόνος!
  2. η μαγειρική, φαγητό που έχει μαγειρευτεί με συγκεκριμένο τρόπο
    We had delicious Greek cooking.
    Είχαμε νόστιμη ελληνική μαγειρική.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

cooking (en)