counterfeit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

counterfeit (en) (χωρίς παραθετικά)

  • πλαστός, κίβδηλος
    ⮡  Upon inspection, the bills proved to be counterfeit.
    Μετά από έλεγχο τα χαρτονομίσματα αποδείχθηκαν πλαστά.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
counterfeit counterfeits

counterfeit (en)

  • (επίσημο) η απομίμηση
    ⮡  Beware of counterfeits which are on the market with a slight variation of some well-known firm’s brand.
    Προσέχετε τις απομιμήσεις που κυκλοφορούν με μικρή παραλλαγή του ονόματος κάποιας γνωστής φίρμας.