craft
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
craft | crafts |
craft (en)
Παράγωγα
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]craft (en)
ενικός | πληθυντικός |
craft | crafts |
craft (en)
craft (en)