cry
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
cry | cries |
cry (en)
- η κραυγή
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | cry |
γ΄ ενικό ενεστώτα | cries |
αόριστος | cried |
παθητική μετοχή | cried |
ενεργητική μετοχή | crying |
cry (en)
Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- cry (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- cry (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford English-Greek Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 359-360. ISBN 9780194325677., λήμμα: out