curling

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
curling curlings

curling (en)

  1. το σγούρωμα, το κατσάρωμα
  2. το κέρλινγκ

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • curling στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

curling (en)